ακατανοησία

ακατανοησία
η [ακατανόητος]
το να μην μπορεί κάποιος να κατανοήσει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακατανοησία — η η αδυναμία κατανόησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντλεϊ, Φράνσις Χέρμπερτ — (Francis Herbert Bradley, Κλάπχαμ 1846 – Οξφόρδη 1924). Άγγλος νεοεγελιανός φιλόσοφος. Έζησε την εποχή που ο εμπειρισμός δεχόταν τις επιθέσεις των οπαδών του Καντ και του Χέγγελ, και στα πρώτα έργα του επέκρινε τον ωφελιμισμό του Μιλ και τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”